νοσερόν

νοσερόν
νοσερός
of sickness
masc acc sg
νοσερός
of sickness
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κηρόν — (Α) [κηρ (II] (κατά τον Ησύχ.) «λεπτόν, νοσερόν» …   Dictionary of Greek

  • τρυσσός — ή, όν, τ. ουδ. και τρυσόν, Α (κυρίως το ουδ.) τρυσσόν και τρυσόν (κατά τον Ησύχ.) «νοσερόν, λεπτόν, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύω «καταπονώ, βασανίζω» + επίθημα σός (πρβλ. βλαι σός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”