Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηρόν — (Α) [κηρ (II] (κατά τον Ησύχ.) «λεπτόν, νοσερόν» … Dictionary of Greek
τρυσσός — ή, όν, τ. ουδ. και τρυσόν, Α (κυρίως το ουδ.) τρυσσόν και τρυσόν (κατά τον Ησύχ.) «νοσερόν, λεπτόν, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύω «καταπονώ, βασανίζω» + επίθημα σός (πρβλ. βλαι σός)] … Dictionary of Greek